Ενδομητρίωση
Ως ενδομητρίωση ορίζεται η παρουσία ενδομητριωειδούς ιστού εκτός της κοιλότητας της μήτρας, γεγονός που προάγει χρόνια φλεγμονώδη αντίδραση. Είναι μια γυναικολογική πάθηση που αφορά κυρίως γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και επηρεάζει περίπου το 8% του γενικού γυναικείου πληθυσμού.
Η ενδομητρίωση προσβάλλει κυρίως πυελικά όργανα και το περιτόναιο, ωστόσο σπανιότερα ενδέχεται να προσβληθούν και άλλα απομακρυσμένα όργανα, όπως οι πνεύμονες και το δέρμα, οπότε και εμφανίζονται τα ανάλογα συμπτώματα, όπως π.χ. αιμόπτυση. Όταν η νόσος εντοπίζεται στις ωοθήκες, ενδέχεται να σχηματιστούν κύστεις με σοκολατοειδές περιεχόμενο που ονομάζονται ενδομητριώματα, ενώ αδενομύωση ονομάζεται η νόσος κατά την οποία ο ενδομητρωειδής ιστός αναπτύσσεται εντός του μυομητρίου.
Σε περίπτωση ενδομητρίωσης προχωρημένου σταδίου που διεισδύει βαθιά στο περιτόναιο (deep endometriosis) μπορεί να εμφανιστούν ακόμα και ενδομητριωσικά οζίδια (endometriotic nodules) με σοβαρότερα αυτά που εμφανίζονται στην ορθοκολπική πτυχή. Επιπλέον, δύναται να αναπτυχθεί εκτεταμένη ίνωση σε δομές όπως οι ιερομητρικοί σύνδεσμοι ή και αλλού, αλλά να δημιουργηθούν ακόμα και συμφύσεις που αλλοιώνουν την ανατομία της πυέλου (frozen pelvis), μια κατάσταση που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη τη χειρουργική αντιμετώπιση.
Συμπτώματα
Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι: η δυσμηνόρροια, το κυκλικό πυελικό άλγος, η εν τω βάθει δυσπαρεύνεια, η υπογονιμότητα και η γενική κακουχία σε συνδυασμό με ένα τουλάχιστον από τα παραπάνω συμπτώματα. Η νόσος εμφανίζει μεγάλη ποικιλομορφία καθώς κάποιες γυναίκες μπορεί να βιώνουν έντονο πυελικό άλγος και σοβαρό πρόβλημα υπογονιμότητας, ενώ κάποιες άλλες να είναι τελείως ασυμπτωματικές.
Διάγνωση
Η λήψη λεπτομερούς ιστορικού, με σκοπό να εντοπιστούν και να αξιολογηθούν όλα τα συμπτώματα που πιθανόν να σχετίζονται με ενδομητρίωση, καθώς και η κλινική εξέταση είναι αδιαμφισβήτητα θεμελιώδη. Ακολουθεί ο υπερηχογραφικός έλεγχος της πυέλου, ο οποίος ενδεχομένως να αποκαλύψει κάποια σημάδια της νόσου, όπως ενδομητριωσικές κύστεις ή ενδομητριωσικά οζίδια.
Εάν δεν είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε διάγνωση με τα παραπάνω μέσα και τα συμπτώματα επιμένουν ή διερευνούμε υπογονιμότητα, τότε μια πολύτιμη επεμβατική μέθοδος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είναι η διαγνωστική λαπαροσκόπηση, όπου με τη χρήση κάμερας ελέγχουμε με άμεση όραση την περιτοναϊκή κοιλότητα και μας δίνεται η δυνατότητα λήψη βιοψίας, ώστε να προχωρήσουμε και την ιστολογική επιβεβαίωση της διάγνωσης.
Δυστυχώς, παρόλα τα διαγνωστικά μέσα που διαθέτουμε, υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου δεν δύναται να επιβεβαιωθεί η διάγνωση, ενώ η νόσος υπάρχει.