Επιπλοκές Α΄ Τριμήνου
Έκτοπη Κύηση

Ως έκτοπη κύηση (γνωστή και ως εξωμήτριος κύηση) ορίζεται η εμφύτευση και ανάπτυξη του γονιμοποιημένου ωαρίου σε θέση εκτός της κοιλότητας της μήτρας. Αποτελεί μία από τις σοβαρότερες επιπλοκές της εγκυμοσύνης που μπορεί να προκαλέσει εσωτερική αιμορραγία και να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της γυναίκας. Εμφανίζεται σε ποσοστό 1.1% του συνόλου των κυήσεων.

Η πιο συχνή εντόπιση του σάκου σε μια έκτοπη κύηση είναι εντός της σάλπιγγας (∼95%). Άλλες, λιγότερο συχνές, εντοπίσεις είναι στην ωοθήκη (3-4%), στο κέρας της μήτρας (∼2%), σε παλιά καισαρική τομή (1%), στον τράχηλο (1%), σε άλλο σημείο εντός της κοιλίας (<1%).

Παράγοντες κινδύνου

– Προηγούμενη έκτοπη κύηση

– Προηγηθέν χειρουργείο στην περιοχή της πυέλου ή της κοιλίας

– Ιστορικό πυελικής φλεγμονής

– Εξωσωματική γονιμοποίηση

– Εγκυμοσύνη με την ύπαρξη ενδομήτριου σπειράματος

– Εγκυμοσύνη παρά τη χρήση αντισυλληπτικών

– Δημογραφικοί παράγοντες: Ηλικία γυναίκας >35 ετών, κάπνισμα

Συμπτώματα

Αρχικά έχουμε την καθυστέρηση εμφάνισης περιόδου και τα κλασικά συμπτώματα εγκυμοσύνης. Κατά τη φάση αυτή συνήθως οι περισσότερες γυναίκες κάνουν test κύησης, το οποίο είναι θετικό. Τα συμπτώματα που δημιουργούν ανησυχία και υπόνοια για πιθανή έκτοπη κύηση είναι η εμφάνιση κολπικής αιμορραγίας (πρέπει να γίνει διαφοροδιάγνωση από την επαπειλούμενη αποβολή), το κοιλιακό/πυελικό άλγος το οποίο ενδέχεται να ξεκινήσει αιφνιδίως, πόνος που αντανακλά στον ώμογενική καταβολή και αδυναμία και σπανιότερα διαταραχές από το γαστρεντερικό, όπως π.χ. διαρροικές κενώσεις. Συμπερασματικά, ο συνδυασμός ενός θετικού test κυήσεως με κοιλιακό άλγος ή κολπική αιμόρροια χρήζει διερεύνησης.

Διάγνωση

Σε μία γυναίκα με θετικό test κυήσεως και υπόνοια έκτοπης, η διερεύνηση περιλαμβάνει:

– Λεπτομερή λήψη ιστορικού για ανεύρεση πιθανών παραγόντων κινδύνου

 Κλινική εξέταση που περιλαμβάνει και την αμφίχειρη, προκειμένου να ανιχνευθεί ευαισθησία στον τράχηλο ή στα παραμήτρια.

– Εκτέλεση διακολπικού υπερηχογραφικού ελέγχου, που αποτελεί το βασικότερο εργαλείο στη διάγνωση της έκτοπης κύησης. Τα βασικά ευρήματα μπορεί είναι τα εξής:

i) Άδεια ενδομήτρια κοιλότητα. Στην περίπτωση αυτή απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, διότι κάποιες φορές δύναται να υπάρχει συγκέντρωση μικρής ποσότητας υγρού εντός αυτής, η οποία να προσομοιάζει με σάκο κύησης, ενώ δεν είναι (pseudo-sac). Για το λόγο αυτό, ένα σημείο που αποδεικνύει ότι αυτό που εμφανίζεται εντός της μήτρας είναι σάκος κύησης, είναι η ύπαρξη του λεκιθικού ασκού εντός αυτού.

ii) Ο εντοπισμός μάζας συνήθως στην περιοχή των παραμητρίων που είναι διαχωρίσιμος από την ωοθήκη. Εντός αυτής δύναται να διακρίνεται ο λεκιθικός ασκός ή ακόμα και το έμβρυο που ενδέχεται να έχει και θετική καρδιακή λειτουργία.

iii) Η ύπαρξη ελεύθερου υγρού στο δουγλάσειο χώρο, το οποίο θα μπορούσε να είναι και ποσότητα αίματος όπως π.χ. σε περίπτωση ρήξης της σάλπιγγας από την έκτοπη.

Υπάρχει επίσης η περίπτωση όπου υπερηχογραφικά η ενδομήτρια κοιλότητα ανευρίσκεται άδεια, αλλά δεν εντοπίζεται πουθενά ο σάκος κύησης και δεν υπάρχει κανένα από τα παραπάνω ευρήματα. Η κατάσταση αυτή ορίζεται ως κύηση αγνώστου εντοπίσεως (Pregnancy of Unknown LocationPUL) και ενδεχεται να πρόκειται για ενδομήτρια κύηση σε αρχόμενο στάδιο, αλλά η έκτοπη στη φάση αυτή δε δύναται να αποκλειστεί. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται προσεκτική παρακολούθηση έως ότου επιβεβαιωθεί η όποια διάγνωση. Σημαντικό διαγνωστικό ρόλο στην κατάσταση αυτή έχει και η μέτρηση της  β-χοριακής γοναδοτροπίνης.

– Έλεγχος β-χοριακής γοναδοτροπίνης (β-hCG) στο αίμα. Όπως προαναφέρθηκε είναι πολύ βοηθητική στην περίπτωση κύησης αγνώστου εντοπίσεως (PUL), ιδιαίτερα η συγκριτική μέτρηση της β-χοριακής γοναδοτροπίνης (β-hCG) σε μεσοδιάστημα 48 ωρών. Συγκεκριμένα εάν σε διάστημα 48 ωρών διαπιστωθεί αύξηση της β-hCG πάνω από 63%, τότε πιθανόν πρόκειται για μία φυσιολογική αρχόμενη κύηση. Αντιθέτως αν διαπιστωθεί πτώση άνω του 50% τότε πιθανότατα πρόκειται για αποβολή και συστήνεται επανάληψη του test κυήσεως σε 14 ημέρες, αν αυτό παραμένει θετικό συστήνεται επανεκτίμηση της καταστάσεως. Σε όλες τις άλλες ενδιάμεσες περιπτώσεις απαιτείται ιατρική εκτίμηση.