Επιπλοκές Α΄ Τριμήνου
Καθ’ έξιν Αποβολή

Ως καθ’ έξιν αποβολές ορίζεται η κατάσταση εκείνη κατά την οποία παρατηρούνται τρεις (3) τουλάχιστον συνεχόμενες αποβολές. Είναι κάτι το πολύ δυσάρεστο και στρεσογόνο, όχι μόνο για τη γυναίκα αλλά και για τον σύντροφο και ταλαιπωρεί περίπου το 1% των ζευγαριών.

Αιτιολογία

Επιδημιολογικοί παράγοντες: Ηλικία μητέρας καθώς και η ύπαρξη ιστορικού προηγούμενων αποβολών είναι δύο πολύ βασικοί παράγοντες.

Τα ποσοστά πιθανής αποβολής με βάση την ηλικία της μητέρας είναι τα εξής:

12 – 19 ετών: 13%
20 – 24 ετών: 11%
25 – 29 ετών: 12%
30 – 34 ετών: 15%
35 – 39 ετών: 25%
40 – 44 ετών: 51%
≥45 ετών: 93%

Άλλοι πιθανοί παράγοντες είναι το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ.

Σε γυναίκες με καθ’ έξιν αποβολές που σχετίζονται με αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο αν δε δοθεί αγωγή η πιθανότητα να καταλήξουν σε επιτυχημένη ολοκλήρωση της  εγκυμοσύνης είναι μόλις 10%, ενώ αν χορηγηθεί η κατάλληλη αγωγή (χαμηλή δόση ασπιρίνης σε συνδυασμό με ηπαρίνη) η πιθανότητα αποβολής μειώνεται κατά 54%.

Διερεύνηση

Στην περίπτωση των καθ’ έξιν αποβολών, σε αντίθεση με μια απλή αποβολή, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση για ανεύρεση πιθανών αιτιολογικών παραγόντων με σκοπό να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες, αν αυτό είναι δυνατό, ώστε να αποφευχθεί μια επιπλέον αποβολή στο μέλλον.
Η διερεύνηση αυτή σύμφωνα με το Royal College of Obstetricians and Gynaecologists (RCOG) πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής:

  1. Διακολπικό υπέρηχο έσω γεννητικών οργάνων: Αν διαπιστωθεί κάποια δομική ανωμαλία στη μήτρα τότε ενδεχομένως να απαιτηθεί 3D υπέρηχος, MRI, υστεροσκόπηση ή ακόμα και λαπαροσκόπηση.
  2. Tests για το αντιφωσφολιπιδικό σύνδρομο (APL): Προτείνονται σε περίπτωση καθ’έξιν αποβολών ή αποβολής 2ου τριμήνου (late miscarriage) και περιλαμβάνουν: Αντιπηκτικό του λύκου, αντικαρδιολιπινικά αντισώματα και αντισώματα κατά της β2-γλυκοπρωτεΐνης. Για να καταλήξουμε σε διάγνωση προϋποθέτει να υπάρχουν δύο θετικά δείγματα με τουλάχιστον 12 εβδομάδες διαφορά.
  3. Έλεγχο καρυότυπου: Στην τρίτη αποβολή αποστέλλουμε τα προϊόντα της κυήσεως για κυτταρογενετικό έλεγχο. Έλεγχος καρυοτύπου των γονέων από λήψη περιφερικού αίματος συστήνεται όταν τα αποτελέσματα του κυτταρογενετικού ελέγχου των προϊόντων κύησης είναι θετικά για χρωμοσωμική ανωμαλία ή όταν δεν είναι δυνατό να αποσταλεί δείγμα.
  4. Γυναίκες με αποβολή 2ου τριμήνου (άνω των 14ων εβδομάδων) πρέπει να ελέγχονται για κληρονομούμενες θρομβοφιλίες, περιλαμβάνοντας τον παράγοντα Leiden, γονιδιακές μεταλλάξεις προθρομβίνης και ανεπάρκεια πρωτεΐνης S.