Κύστες
Ωοθηκών
Είναι μορφώματα που εμφανίζονται στην περιοχή των ωοθηκών, δύνανται να είναι καλοήθη (στην πλειοψηφία τους), αλλά και κακοήθη. Το μέγεθός τους ποικίλει καθώς και το περιεχόμενό τους, αφού μπορεί να περιέχουν είτε απλώς υγρό (απλές κύστεις – simple cysts) είτε διαφραγμάτια ή συμπαγή στοιχεία (σύνθετες κύστεις – complex ovarian cysts).
Ένα ποσοστό 10% των γυναικών, σε κάποια φάση της ζωής του, θα υποβληθεί σε χειρουργείο για κάποιου είδους ωοθηκική κύστη. Οι περισσότερες από αυτές είναι καλοήθεις, ενώ η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου ωοθηκών στο γενικό πληθυσμό είναι στο 1.4%. Όσον αφορά τον τρόπο διαχείρισης και αντιμετώπισής τους, σύμφωνα με το Royal College of Obstetricians and Gynaecologists (RCOG), τις διαχωρίζουμε σε ωοθηκικές κύστεις που εμφανίζονται σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες και σε αυτές που εμφανίζονται σε μεταεμμηνοπαυσιακές.
Προεμμηνοπαυσιακά
Στην πλειοψηφία των προεμμηνοπαυσιακών γυναικών οι ωοθηκικές κύστεις είναι καλοήθεις. Συγκεκριμένα 1:1000 ωοθηκικές κύστεις που προκαλούν συμπτώματα σε γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση μπορεί να είναι κακοήθεια.
Η διαφοροδιάγνωση μεταξύ καλοήθους και κακοήθους ωοθηκικής κύστης, προεγχειρητικά, σε γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση δύναται να είναι δύσκολη καθώς δεν υπάρχει σαφής και ακριβής αλγόριθμος που μπορεί να ακολουθηθεί. Εξαίρεση αποτελούν οι κακοήθεις όγκοι εκ γεννητικών κυττάρων (συχνότερα εμφανιζόμενη κακοήθεια σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες) που προκαλούν αύξηση της α-φετοπρωτεΐνης (α-FP) και της β-χοριακής γοναδοτροπίνης (β-hCG). Επίσης ένα 10% των μορφωμάτων που αρχικώς πιστεύεται ότι είναι ωοθηκικής προελεύσεως στον υπερηχογραφικό έλεγχο, κατόπιν διαπιστώνεται ότι δεν προέρχονται από την ωοθήκη.
Τα είδη των πιθανών εξαρτηματικών όγκων, περιγράφονται στον παρακάτω πίνακα:
Καλοήθεις ωοθηκικοί | Λειτουργικές κύστεις |
Ενδομητρίωμα | |
Ορώδες κυσταδένωμα | |
Βλεννώδες κυσταδένωμα | |
Ώριμο τεράτωμα (δερμοειδής κύστη) | |
Καλοήθεις μη ωοθηκικοί | Παρασαλπιγγική κύστη |
Υδροσάλπιγγες | |
Σαλπιγγο-ωοθηκικό απόστημα | |
Περιτοναϊκή ψευδοκύστη | |
Απόστημα σκωληκοειδούς αποφύσεως | |
Απόστημα εκκολπωματίτιδας εντέρου | |
Έκτοπος νεφρός | |
Borderline tumours | |
Πρωτοπαθής κακοήθεια ωοθηκών | Όγκος γεννητικών κυττάρων |
Επιθηλιακό καρκίνωμα | |
Στρωματικοί όγκοι | |
Δευτεροπαθής κακοήθεια ωοθηκών | Κυρίως μεταστατικοί όγκοι του μαστού ή του γαστρεντερικού συστήματος |
Διάγνωση
Το βασικότερο όσον αφορά το κομμάτι της διάγνωσης είναι να διαχωρίσουμε τις κύστεις που πιθανόν να είναι κακοήθεις από αυτές που είναι καλοήθεις. Αυτό πραγματοποιείται με τη χρήση των παρακάτω διαγνωστικών εργαλείων:
– Καρκινικοί δείκτες: Πρόκειται για αιματολογικές εξετάσεις που στην περίπτωση προεμμηνοπαυσιακών γυναικών πρέπει να περιλαμβάνουν: LDH, α-FP και β-χοριακή (β-hCG). Αυτό γιατί, όπως προαναφέρθηκε, στο group αυτό είναι συχνότερη η εμφάνιση κακοήθων όγκων των γεννητικών κυττάρων. Η χρήση του CA-125 στην ηλικιακή αυτή ομάδα δεν έχει ιδιαίτερη διαγνωστική αξία, διότι παρατηρείται αύξηση του δείκτη αυτού και σε άλλες καταστάσεις εκτός της κακοήθειας όπως σε ενδομητρίωση, ινομυώματα, αδενομύωση κτλ.
– Διακολπικός υπερηχογραφικός έλεγχος: Είναι η βασική εξέταση για τη συλλογή πληροφοριών όσον αφορά το μέγεθος, το είδος και την εντόπιση των ωοθηκικών κύστεων. Σύμφωνα με το International Ovarian Tumor Analysis group (IOTA) υπάρχουν κάποια υπερηχογραφικά στοιχεία που παραπέμπουν σε καλοήθεια και κάποια σε κακοήθεια, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.
Στοιχεία καλοήθειας (Benign rules) | Στοιχεία κακοήθειας (Malignancy rules) |
Μονήρεις κύστεις | Ανώμαλοι συμπαγείς όγκοι |
Παρουσία στερεών στοιχείων όπου το μεγαλυτερο είναι <7 mm | Τουλάχιστον ύπαρξη τεσσάρων (4) θηλωδών δομών |
Παρουσία ακουστικής σκιάς | Ύπαρξη ασκίτη |
Ομαλή πολύχωρη κύστη με μέγιστη διάμετρο <10 cm | Ανώμαλη πολύχωρη κύστη με μέγιστη διάμετρο ≥10 cm |
Χωρίς αιματική ροή | Πολύ έντονη αιματική ροή |
– Μαγνητική τομογραφία (MRI): Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να συμπληρώσει τις πληροφορίες που παίρνουμε από τον υπερηχογραφικό έλεγχο, ώστε να καταλήξουμε σε διάγνωση.
Μεταεμμηνοπαυσιακά
Κυστικά μορφώματα εμφανίζονται συχνά και σε γυναίκες που είναι στην εμμηνόπαυση. Συγκεκριμένα, με βάση πρόσφατες μελέτες, το ποσοστό εμφάνισης κυμαίνεται από 5 έως 17%. Το μεγαλύτερο ποσοστό των κύστεων αυτών είναι καλοήθεις, και μόλις ένα μικρό μέρος παρουσιάζει κακοήθεια, το οποίο όμως συγκριτικά με τις γυναίκες που βρίσκονται πριν την εμμηνόπαυση, είναι μεγαλύτερο.
Το κρίσιμο και σε αυτήν την κατηγορία (όπως και στο προεμμηνοπαυσιακό group) είναι ο διαχωρισμός τον καλοηθών κύστεων από εκείνες που είναι δυνητικά κακοήθεις.
Αυτό πραγματοποιείται με:
– Τη λήψη λεπτομερούς ιστορικού, προσπαθώντας είτε να ανιχνεύσουμε πιθανούς παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη κακοήθειας, όπως οικογενειακό ιστορικό με καρκίνο ωοθηκών, μαστού, κτλ., είτε να εντοπίσουμε την ύπαρξη ύποπτων συμπτωμάτων, όπως αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου τους τελευταίους μήνες σε γυναίκες άνω των 50 ετών.
– Τον διακολπικό υπερηχογραφικό έλεγχο, που όπως προαναφέρθηκε στην ενότητα Κύστεις Ωοθηκών Προεμμηνοπαυσιακά, είναι εξαιρετικά σημαντικός στη συλλογή πληροφοριών όσον αφορά το μέγεθος, το είδος και την εντόπιση των ωοθηκικών κύστεων.
– Τη μέτρηση του CA-125 στο αίμα, που στην ηλικιακή αυτή ομάδα είναι ένας σημαντικός δείκτης για το διαχωρισμό των κύστεων και χρησιμοποιείται και για τον υπολογισμό του Risk of Malignancy Index (RMI), όπως θα αναφερθεί παρακάτω. Η μέτρηση του CA-125 δύναται να χρησιμοποιηθεί και για τη μετεγχειρητική παρακολούθηση ασθενών με καρκίνο των ωοθηκών.
Ενδεχομένως να χρησιμοποιηθούν και άλλοι δείκτες όπως: CA-19.9, α-FP και CEA, οι οποίοι όμως δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί κατά πόσον είναι βοηθητικοί στη διάγνωση και στην περαιτέρω διαχείριση.
– Τη μαγνητική τομογραφία (MRI), που ενδεχομένως να ζητηθεί για να συμπληρώσει διαγνωστικά τον υπερηχογραφικό έλεγχο.