Αντιμετώπιση
Έκτοπης Κύησης

SERVICES

Η αντιμετώπιση μπορεί να είναι φαρμακευτική ή χειρουργική.

Φαρμακευτική Αντιμετώπιση

Πρόκειται για την ενδομυική χορήγηση μεθοτρεξάτης.

Για να προβούμε όμως στη χορήγηση της θα πρέπει πρώτα να πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις, οι οποίες είναι οι εξής:

και

και

και

και

Ο αλγόριθμος που ακολουθείται στην περίπτωση χορήγησης μεθοτρεξάτης είναι ο ακόλουθος: Μετράται πρώτα η β-χοριακή γοναδοτροπίνη και αν πληρούνται όλα τα κριτήρια χορηγείται δόση μεθοτρεξάτης ανάλογα με το ύψος και βάρος της ασθενούς. Εν συνεχεία, αν η κατάσταση της γυναίκας είναι σταθερή, πραγματοποιείται επανάληψη της β-χοριακής την 4η ημέρα μετά τη χορήγηση. Ενδεχομένως στη φάση αυτή να μην παρατηρηθεί ακόμα πτώση της. Έπειτα, πραγματοποιείται επαναμέτρηση την 7η ημέρα μετά τη χορήγηση. Τώρα θα πρέπει να διαπιστωθεί πτώση τουλάχιστον 15% μεταξύ μετρήσεων 4ης και 7ης ημέρας. Μετά από αυτό, συνεχίζεται εβδομαδιαία παρακολούθηση της β-χοριακής έως ότου πέσει σε επίπεδα <10 IU/litre. Αν δεν παρατηρηθεί η απαιτούμενη πτώση της τάξεως του 15% μεταξύ 4ης και 7ης ημέρας και η γυναίκα συνεχίζει να είναι σε σταθερή κατάσταση, δύναται να χορηγηθεί και 2η δόση μεθοτρεξάτης.

Σημαντικό είναι να γίνει κατανοητό από τη γυναίκα ότι μέχρι το πέρας της θεραπείας, δε γίνεται να αποκλειστεί το σενάριο ρήξης της σάλπιγγας και της εσωτερικής αιμορραγίας, και για το λόγο αυτό πρέπει να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια σε περίπτωση εμφάνισης ή επιδείνωσης των συμπτωμάτων της.

Οι βασικές ανεπιθύμητες ενέργειες της μεθοτρεξάτης περιλαμβάνουν ναυτία, έμετο, κοιλιακό άλγος και διαρροϊκές κενώσεις.

Χειρουργική Αντιμετώπιση

Σε αυτήν καταφεύγουμε στις παρακάτω περιπτώσεις:

– Όταν η κατάσταση της γυναίκας είναι ασταθής και απειλείται η ζωή της από εσωτερική αιμορραγία

– Όταν δεν πληρούνται τα κριτήρια για τη χορήγηση μεθοτρεξάτης

– Όταν έχει αποτύχει η φαρμακευτική αντιμετώπιση

Η χειρουργική αντιμετώπιση πρέπει να πραγματοποιείται λαπαροσκοπικά, εκτός από τις λίγες περιπτώσεις όπου, λόγω της εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης, προτιμάται η λαπαροτομία για άμεση επέμβαση ώστε να ελεγχθεί η εσωτερική αιμορραγία και να σωθεί η ζωή της ασθενούς.

Η λαπαροσκόπηση περιλαμβάνει δύο επιλογές τη σαλπιγγεκτομή και τη σαλπιγγοτομή.

Κατά την πρώτη πραγματοποιείται αφαίρεση της σάλπιγγας που περιέχει την έκτοπη κύηση. Αποτελεί τον, κατά πολύ, συχνότερο τρόπο αντιμετώπισης της σαλπιγγικής έκτοπης κύησης και προτείνεται όταν η ετερόπλευρη σάλπιγγα φαίνεται φυσιολογική. Συστήνεται να πραγματοποιηθεί test κύησης σε 3 εβδομάδες μετά την επέμβαση και αν είναι θετικό κρίνεται αναγκαία η επανεξέταση.

Κατά τη δεύτερη μέθοδο πραγματοποιείται τομή στην πάσχουσα σάλπιγγα και αφαιρείται μόνο ο σάκος κύησης με το περιεχόμενο του. Αυτή σπάνια χρησιμοποιείται και προτείνεται σε περιπτώσεις που η ετερόπλευρη σάλπιγγα δεν είναι φυσιολογική. Τα μειονεκτήματα της μεθόδου αυτής είναι ότι μία (1) στις πέντε (5) γυναίκες θα χρειαστεί επιπλέον θεραπεία (μεθοτρεξάτη ή σαλπιγγεκτομή) και ότι η πιθανότητα επανεμφάνισης έκτοπης κύησης είναι ελαφρώς πιο αυξημένη συγκριτικά με τη σαλπιγγεκτομή. Επίσης στην περίπτωση αυτή συστήνεται μέτρηση β-χοριακής σε 7 ημέρες μετά την επέμβαση και εβδομαδιαία επανάληψη έως ότου γίνει αρνητική.

Σε όλες τις γυναίκες που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση λόγω έκτοπης και είναι Rhesus (-) αρνητικές, χορηγούνται 250 IU anti-D σφαιρίνης.

Συμπερασματικά, η έκτοπη κύηση είναι μια πολύ σοβαρή κατάσταση που μπορεί να θέσει τη ζωή της γυναίκας σε κίνδυνο για το λόγο αυτό, και μόνο με την υπόνοιά της θα πρέπει να αναζητηθεί άμεσα γυναικολογική εκτίμηση.